Από τις αρχές του 2000, ένας αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων εξετάζει είτε την εφαρμογή ενός συστήματος Διαχείρισης Επιχειρηματικού Κινδύνου (Enterprise Risk Management – ERM), είτε έχει ήδη θέσει κάποιο σε εφαρμογή. Από το 2006, σύμφωνα με μελέτη της Standard & Poor (S & P) και όσα αναφέρουν οι Hoyt & Liebenberg, (2011), έχει ήδη αναπτυχθεί μια εκτίμηση-μέτρηση προκειμένου για ERM σε επιχειρήσεις και άρχισε να εντάσσεται το ERM στη διαδικασία αξιολόγησης και χαρακτηρισμού τους. Η παραδοσιακή θεωρία της Διαχείρισης Κινδύνου, τείνει να διαχωρίζει την έννοια της διαχείριση κινδύνου σε ξεχωριστές μεμονωμένες κατηγορίες. Το ERM επιχειρεί να θέσει αυτή τη διαχείριση σε μια ολιστική, ολοκληρωμένη, εταιρική βάση.
Οι Beasley et al., (2008), Cumming and Hirtle, (2001), Hoyt and Liebenberg, (2011), Lam, J., (2001), Meulbroek, (2002), Miccolis and Shah, (2000) ισχυρίζονται ότι, το ERM μπορεί να αυξήσει την συνειδητοποίηση του κινδύνου βελτιώνοντας τη λήψη στρατηγικών επιχειρησιακών αποφάσεων, εξομαλύνοντας φαινόμενα όπως η μείωση των κερδών και η πτώση των τιμών των μετοχών, συνεισφέροντας έτσι αποτελεσματικά στην αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου και στη μείωση του κόστους του, δημιουργώντας ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης του κινδύνου. Οι Beasley et al., (2005), Hoyt and Liebenberg, (2003), Kaplan and Mikes, (2014), Pagach and Warr, (2010), αναφέρουν το σύστημα ERM, ως ένα σύστημα με γενικότερα αμφίβολα αποτελέσματα από την εφαρμογή του. Οι Hoyt and Liebenberg, (2011), Hoyt and Liebenberg, (2003), Lam, J., (2014), Nocco and Stulz, (2006), Beasley et al., (2008), το αναφέρουν ως ένα θεμελιώδες σύστημα διαχείρισης κινδύνου μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι το ERM δεν είναι αποτελεσματικό και για αυτό δεν πρέπει να εφαρμόζεται. Ο Power, (2009), υποστηρίζει ότι το ERM μειώνει την ποιότητα του κινδύνου διαχείρισης, και κατά κύριο λόγο στα ουσιαστικά του στοιχεία, όπως η διάθεση για ανάληψη του κινδύνου. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, τα συστήματα ERM μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να παρέχουν περιορισμένη ασφάλεια και στη χειρότερη περίπτωση, η ασφάλεια να είναι μηδαμινή. Οι Lin et al., (2012), και McShane et al., (2011), θεωρούν ότι, τα συστήματα ERM δεν αυξάνουν την εταιρική αξία παραπάνω από το βαθμό της παραδοσιακής διαχείρισης κινδύνου. Επιπλέον, οι Fraser et al., (2008), αναφέρουν ότι, οι επενδυτές δεν φαίνεται να εκτιμούν τα συστήματα ERM, ως στοιχείο που δίνει προστιθέμενη αξία στην επιχείρηση που το εφαρμόζει. Παρά το αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον για τα ERM από ακαδημαϊκούς και επαγγελματίες, παρουσιάζεται έλλειψη εμπειρικών στοιχείων σχετικά με την επίδραση του επιπέδου της ποιότητας των συστημάτων ERM σε διάφορες πτυχές της κάθε εταιρίας που το εφαρμόζει. Οι Hoyt and Liebenberg, (2011), προχώρησαν σε έρευνα με ένα μεγάλο δείγμα, με μια πιο εξελιγμένη μορφή συστημάτων ERM, ικανή να μετρήσει το επίπεδο ποιότητας του, προκειμένου να εντοπίσει έτσι συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους το ERM συμβάλει στην εταιρική αξία. Επιπλέον, οι Baxter et al., (2013), διερεύνησαν τα ζητήματα που σχετίζονται με την ποιότητα των συστημάτων ERM σε άλλες κλάδους εκτός από τον ασφαλιστικό. Τέλος, οι Kaplan and Mikes, (2014), ενθαρρύνουν μελλοντικές έρευνες προκειμένου να καθοριστούν και επιπρόσθετες μεταβλητές που βελτιώνουν τα συστήματα ERM .